ἀπαλλάσσεται

ἀπαλλάσσεται
ἀπαλλάσσω
set free
pres ind mp 3rd sg
ἀπαλλάσσω
set free
pres ind mp 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Λερναίος — α, ο (AM Λερναῑος, αία, ον, Α θηλ. και ος) [Λέρνα] 1. αυτός που κατάγεται ή προέρχεται από τη Λέρνα 2. φρ. «Λερναία ύδρα» μυθικό τέρας με εννιά κεφάλια που ζούσε στα έλη τής Λέρνας και το οποίο εξοντώθηκε από τον Ηρακλή νεοελλ. 1. (το θηλ. ως… …   Dictionary of Greek

  • άπαυστος — ἄπαυστος, ον (AM) 1. αδιάκοπος, συνεχής, ακατάπαυστος 2. αυτός που δεν μπορεί κανείς να τον σταματήσει ή να τον ικανοποιήσει, ακόρεστος 3. αυτός που δεν απαλλάσσεται, δεν γλυτώνει από κάτι («ἄπαυστος γόων») …   Dictionary of Greek

  • άφεση — Το να αφήνει κανείς κάτι ελεύθερο. Επομένως ά. μπορεί να χαρακτηριστεί και η εκτίναξη, η εκκίνηση, η απαλλαγή και η συγχώρηση. Στους αρχαίους Έλληνες ά. έλεγαν το διαζύγιο, τον χωρισμό. Στη στρατιωτική ορολογία ά. είναι η απομάκρυνση από τη… …   Dictionary of Greek

  • απολύτρωση — Η απαλλαγή του ανθρώπου από τα βάσανα και την αθλιότητα του κόσμου. Η κάθαρση από τα παθήματα, που ο Αριστοτέλης θεωρεί σκοπό της θεατρικής τέχνης (ειδικότερα της τραγικής), είναι επίσης μια α. Ο πόθος για α. είναι φαινόμενο πανανθρώπινο και το… …   Dictionary of Greek

  • απόσταξη — Εργασία με την οποία μείγμα δύο ή περισσότερων υγρών διαχωρίζεται άμεσα στα συστατικά του, ή ένα υγρό καθαρίζεται από τις ξένες προσμείξεις, αφού υποβληθεί σε εξάτμιση και διαδοχική συμπύκνωση των παραγόμενων ατμών. Αν θερμάνουμε ένα μείγμα… …   Dictionary of Greek

  • ασφάλεια — Σύμβαση με την οποία ο ασφαλιστής, με αντάλλαγμα την καταβολή ορισμένου ποσού (που ονομάζεται ασφάλιστρο), αναλαμβάνει την υποχρέωση να αποζημιώσει τον ασφαλιζόμενο μέσα στα όρια της συμφωνίας, για τη ζημιά που έπαθε από ένα ατύχημα (α. κατά… …   Dictionary of Greek

  • δίχτυ — και δίκτυ και δίκτυο και δίχτυο (AM δίκτυον Μ και δίκτυ και δίκτυν) 1. πλέγμα από νήματα ή μετάλλινα σύρματα, τα οποία διασταυρώνονται και αφήνουν τρύπες, βροχίδες, χρήσιμα για τη σύλληψη ψαριών, πουλιών, ζώων 2. οποιοδήποτε δικτυωτό πλέγμα για… …   Dictionary of Greek

  • δυσαπάλλακτος — δυσαπάλλακτος, ον (AM) αυτός από τον οποίο δύσκολα απαλλάσσεται κανείς …   Dictionary of Greek

  • δυσαποκατάστατος — δυσαποκατάστατος, ον (Α) 1. αυτός ο οποίος δύσκολα αποκαθίσταται 2. εκείνος από τον οποίο δύσκολα απαλλάσσεται κάποιος …   Dictionary of Greek

  • εγγύηση — (Νομ.). Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται στο αστικό δίκαιο η σύμβαση ορισμένου ή αορίστου χρόνου, με την οποία ένα πρόσωπο, ο εγγυητής, αναλαμβάνει την ευθύνη απέναντι στον δανειστή ότι θα του καταβληθεί η μελλοντική οφειλή ή εκείνη που ήδη υπάρχει …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”